Του Υπλγού (ΠΖ) Χρίστου Πιερίδη
Μεταπτυχιακό στη Δημόσια Διοίκηση και Διοίκηση Επιχειρήσεων Πανεπιστήμιο Κύπρου
Αυτή την χρονική περίοδο παρακολουθήσαμε μέσα από μια αρκετά πετυχημένη διαφημιστική εκστρατεία την είσοδο στην εγχώρια αγορά της πρώτης εταιρίας, της οποίας οι εργασίες έχουν σχέση με το πρώτο σε κυκλοφορία ψηφιακό νόμισμα. Έτσι σηματοδοτήθηκε και επίσημα η είσοδος του ψηφιακού νομίσματος στη ζωή μας, ένα νόμισμα πρωτοεμφανίστηκε πριν περίπου μια πενταετία και σκοπός του είναι να πλασαριστεί ως ένα εναλλακτικό και σχετικά ασφαλές μέσο διαδικτυακών συναλλαγών.
Σκοπός μου σε αυτό το άρθρο δεν είναι ταχθώ υπέρ ή κατά, του παρόντος ή οποιουδήποτε μελλοντικού ψηφιακού νομίσματος, αλλά να αναφέρω πληροφορίες και δεδομένα που ισχύουν για το παρόν και πιθανός για άλλα μελλοντικά, κυρίως απευθυνόμενος σε άτομα που θέλουν να επενδύσουν ή να το χρησιμοποιούν σε ευρεία κλίμακα.
Πρώτη και βασική διαφορά ενός ψηφιακού νομίσματος από ένα φυσικό είναι το γεγονός ότι δεν ρυθμίζεται από καμιά Κεντρική Τράπεζα. Όλα τα φυσικά νομίσματα ρυθμίζονται από τις Κεντρικές Τράπεζες που τα εκδίδουν, οι οποίες τηρούν απόθεμα χρυσού το οποίο αντικατοπτρίζει την αξία του νομίσματος σε σχέση με τη φυσική ποσότητα του νομίσματος που κυκλοφορεί στην αγορά. Η Κεντρική Τράπεζα και μόνο έχει το δικαίωμα να αυξήσει ή να μειώσει την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί. Αυτό το πράττει αναλύοντας και εκτιμώντας τις ανάγκες της οικονομίας της χώρας διαμορφώνοντας με αυτό τον τρόπο μέρος της οικονομικής πολιτικής του κράτους. Την οποιαδήποτε αυξομείωση στη ποσότητα του νομίσματος, οι Κεντρικές Τράπεζες τις ανακοινώνουν, καθώς επίσης αυτές γίνονται σύμφωνα με τα θεμελιώδη μακροοικονομικά στοιχεία και προβλέψεις που έχει η κάθε χώρα. Αυτά τα στοιχεία είναι προσβάσιμα σε όλους τους επενδυτές και εναπόκειται σε αυτούς για το πώς θα τοποθετηθούν σε αυτό. Στη περίπτωση του ψηφιακού νομίσματος ως έχει τώρα, η παραγωγή (διαδικασία εξόρυξης) και εισαγωγή ψηφιακού νομίσματος στην αγορά καθορίζεται από ένα αλγόριθμο σε ένα υπολογιστή και από την ικανότητα κάποιου προσώπου ή μέσου που διαθέτει να επιλύει το συγκεκριμένο αλγόριθμο. Αυτό μεταφράζεται στο ότι ο ρυθμός της αύξησης της ποσότητας του στη Παγκόσμια αγορά ρυθμίζεται μόνο από τη ζήτηση και από την ικανότητα του φυσικού προσώπου να το εξάγει από τον παροχέα. Σε αυτή τη φάση ο παροχέας μας πληροφορεί ότι έχει θέσει οροφή στον τελικό αριθμό που θα κυκλοφορήσουν στην αγορά και ότι όσο πλησιάζουμε στην οροφή η εξαγωγή τους θα γίνεται με δυσκολότερους μαθηματικούς τύπους. Άμεσα δηλαδή εξαιρούνται οι «κοινοί» επενδυτές και το ευρύ κοινό από τη διαδικασία εξόρυξης. Κατά την προσωπική μου άποψη αυτό αποτελεί στρέβλωση διότι με αυτό τον τρόπο δημιουργείται αξία από το «μηδέν» σε συγκεκριμένα άτομα, δηλαδή κάποιος επενδυτής μπορεί να τοποθετηθεί στο ψηφιακό νόμισμα ξοδεύοντας φυσικό νόμισμα για να το αποκτήσει ενώ ταυτόχρονα κάποιος άλλος με τον κατάλληλο εξοπλισμό το αποκτά ξοδεύοντας το ηλεκτρικό ρεύμα που θέλει να λειτουργήσει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής του. Πέραν από αυτό σε περίπτωση που μειωθεί η ζήτηση του ηλεκτρονικού νομίσματος ο παροχέας δεν έχει τη δυνατότητα να αποσύρει νομίσματα από την αγορά, όπως κάνουν οι Κεντρικές Τράπεζες. Άρα η συναλλαγματική του αξία δεν βασίζεται σε θεμελιώδη μακροοικονομικά στοιχεία αλλά σε αγοραστικές τάσεις, πράγμα που εμπεριέχει αυξημένο επενδυτικό ρίσκο.
Η δεύτερη αξιοσημείωτη διαφορά του ψηφιακού με το φυσικό νόμισμα είναι η συναλλαγή μεταξύ τους και η αποθήκευση τους. Η αποθήκευση του φυσικού νομίσματος είναι γνωστή σε όλους. Το δε ψηφιακό αποθηκεύεται σε σκληρούς δίσκους ηλεκτρονικών υπολογιστών ή αποσπώμενους εξωτερικούς δίσκους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα με την όποια φθορά στον αποθηκευτικό χώρο να χάνονται και τα ψηφιακά νομίσματα, ανεπίστρεπτη. Ως αναφορά τις συναλλαγές διαμέσου νομισμάτων, εφόσον πρόκειται για δύο φυσικά νομίσματα το άτομο έχει τη δυνατότητα να πάει σε οποιοδήποτε υποκατάστημα τράπεζας ή σε κάποιο ανταλλακτήριο και να ανταλλάξει το νόμισμα του με κάποιο άλλο με βάση την ισοτιμία που δίνει η αγορά. Σε ότι αφορά συναλλαγή μεταξύ ψηφιακού και φυσικού νομίσματος για να μπορέσει οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο να ανταλλάξει τα ψηφιακά του νομίσματα με φυσικά πρέπει να έρθει σε συναλλαγή με άλλο φυσικό πρόσωπο που προτίθεται να αγοράσει σε τιμή που συμφωνείται μεταξύ τους. Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή τράπεζα που να πραγματοποιεί τέτοιες συναλλαγές. Οι εταιρίες που υπάρχουν και συνδιαλλάσσονται ψηφιακά νομίσματα παρέχουν δύο βασικές υπηρεσίες. Την παροχή χώρου φύλαξης ψηφιακών νομισμάτων, παρέχοντας υπηρεσίες παρόμοιες με μια τράπεζα και την παροχή μιας πλατφόρμας συνδιαλλαγής ψηφιακών με φυσικών νομισμάτων παρόμοια με τη πλατφόρμα που χρησιμοποιούν τα χρηματιστήρια για τις μετοχές. Δεν ανταλλάζουν οι ίδιες ψηφιακά νομίσματα με φυσικά.
Σε αυτό το σημείο είναι καλό να αναφερθεί ότι στις διαδικτυακές συναλλαγές με ψηφιακό νόμισμα δεν αποκόπτεται μέρισμα ωστόσο στις πλείστες περιπτώσεις ζητείται ένα μικρό αντίτιμο προκειμένου να εκτελεστεί σύντομα η συνδιαλλαγή. Επίσης ότι σε κάποιες χώρες το ψηφιακό νόμισμα έχει τεθεί εκτός νόμου. Στο παρόν στάδιο στη χώρα μας θεωρείται νόμιμος τρόπος πραγματοποίησης συναλλαγών.
Αναλύοντας όλα αυτά και έχοντας υπόψη το προφίλ του μέσου επενδυτή ή χρήστη ψηφιακού νομίσματος, θέλω να περάσω το μήνυμα ότι το ψηφιακό νόμισμα στη παρούσα του μορφή εμπεριέχει αυξημένο επενδυτικό ρίσκο. Ο κάθε επενδυτής πρέπει να έχει κατά νου ότι η κάθε επένδυση υψηλού ρίσκου μπορεί να φέρει πάρα πολύ υψηλές θετικές αποδόσεις, αλλά και πάρα πολύ υψηλές αρνητικές. Παρ’ όλα αυτά τέτοιες επενδύσεις δεν δαιμονοποιούνται. Απλά το κάθε άτομο προτού τοποθετηθεί επενδυτικά θα πρέπει να κάνει μια σωστή προσωπική εκτίμηση για το πόσο ρίσκο είναι διατεθειμένος να αναλάβει και το μέγεθος της τοποθέτησης του στο συγκεκριμένο ρίσκο. Αυτός είναι ένας κανόνας που μπορεί να προστατεύει τον «μέσο» επενδυτή από βιαστικές τοποθετήσεις που μπορεί να προκαλούνται από ενθουσιασμό ή και έλλειψη πληροφοριών ή και παραπληροφόρηση.
Τα κείμενα αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους.